Καρικόν

Καρικόν
Κᾱρικόν , Καρικός
worthless
masc acc sg
Κᾱρικόν , Καρικός
worthless
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Καρικόν μέλος — Αρχαίος μουσικός ρυθμός καρικής καταγωγής, που είναι γνωστός και ως χορίαμβος. Αποτελείται από τροχαίους και ιάμβους και συνήθιζαν να τον αποδίδουν με αυλό …   Dictionary of Greek

  • καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… …   Dictionary of Greek

  • CARIA — nunc Aldinelli, regio minoris Asiae inter Lyciam nunc Mesenteli, et Ioniam Strabo eam a Boreâ Maeandri flumine clausit, ab occidente Icariô, et Myrtoô pelagô, a meridie rhodiensi, ab ortu Lyciis, et aliis gentibus, magnamque Tauri montis partem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κορίσκη — κορίσκη, ἡ (Α) (υποκορ. τού κόρη) κοριτσάκι, κοράσιο («αὐλοὺς δ ἔχουσά τις κορίσκη καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῑς συμπόταις», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ίσκη (θηλ. τού ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”